ΜΕΛΕΤΕΣ

Ζαγορισίων (Βίος και) Πολιτεία
Από Σύνταξη - 26 Ιούλιος, 2010

Από τον πολιτισμό στη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Το Ζαγόρι μπροστά σε μια κρίση ταυτότητας, που προέρχεται από την τάση της «αρπαχτής» και του ξεπουλήματος των πολιτισμικών του αξιών.
Του Βασίλη Δαλκαβούκη.
……………………………………………………….

Ολόκληρο το άρθρο  ΕΔΩ 
__________________________________________________________________________

Όνειρα και προσδοκίες της νέας γενιάς των Ζαγοροχωρίων

Γεωργία Κανελλοπούλου
Μηχανικός Ορυκτών Πόρων

Πολυτεχνείο Κρήτης

Περίληψη
Η παρούσα εργασία αποτυπώνει και ερμηνεύει τις συμπεριφορές, τις στάσεις, τις αντιλήψεις και τα βιώματα των παιδιών που ζουν στην περιοχή του Ζαγορίου. Οι προοπτικές ύπαρξης μιας ορεινής κοινωνίας είναι στενά συνδεδεμένες με την ικανότητα της να διατηρεί ένα σημαντικό ποσοστό νέων στον ιστό της, δεδομένου ότι οι νέοι αποτελούν την ηλικιακή ομάδα που έχει κίνητρα, επιδεξιότητες και προσδοκίες. Η παραγωγή των ποιοτικών δεδομένων έγινε με τη χρήση του μεθοδολογικού εργαλείου της ημιδομημένης συνέντευξης και η οργάνωση τους με τη χρήση της τεχνικής της κατηγορικής ταξινόμησης. Ακολούθησε συγκριτική αξιολόγηση των συμπερασμάτων της παρούσας έρευνας με αντίστοιχα της διεθνούς βιβλιογραφίας αλλά και των τριών αντίστοιχων προηγούμενων ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στα Τζουμέρκα, στην Κόνιτσα και στο Μέτσοβο. Από την αξιολόγηση των δεδομένων προκύπτει ότι η καθημερινή ζωή των νέων μοιάζει με ένα παζλ αντικρουόμενων χαρακτηριστικών όπως η ηρεμία και το δέσιμο με το φυσικό περιβάλλον και τον τόπο τους, η δύσκολη πρόσβαση στην εκπαίδευση αλλά και η απομόνωση.

Εισαγωγή
Το Ζαγόρι αποτελεί ένα σύμπλεγμα 46 χωριών και μια ιδιαίτερη γεωγραφική ενότητα στην Ήπειρο. Η Ήπειρος, ως ένα χαρακτηριστικό ορεινό γεωγραφικό διαμέρισμα, ήταν από τις περιοχές που επλήγησαν δημογραφικά ιδιαίτερα κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο (’40-’51), τη μετανάστευση (’61-’71) και την αστικοποίηση (’81-’91). Συγκεκριμένα, για το χρονικό διάστημα 1940-2001 ο Νομός Ιωαννίνων παρουσίασε μείωση του πληθυσμού των ορεινών περιοχών του κατά 52% (Μπασιούκα, 2011). Το Ζαγόρι φέρει τα κύρια χαρακτηριστικά των απομονωμένων ορεινών περιοχών: τη δύσκολη πρόσβαση σε μεγάλο μέρος των χωριών του ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, τον λίγο και γηρασμένο πληθυσμό, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, την ανεπάρκεια σε τεχνικές και κοινωνικές υποδομές, την έλλειψη πόρων και τις περιορισμένες ευκαιρίες εργασιακής απασχόλησης (Παπλιάκος, 2011).

Απόρροια της εγκατάλειψης των οικισμών ήταν η μείωση του αριθμού των μαθητών. Ως αποτέλεσμα, ένας μεγάλος αριθμός σχολείων έκλεισε. Αυτά που παρέμειναν λειτούργησαν ως ολιγοθέσια, στα οποία ο δάσκαλος δίδασκε σε κοινή αίθουσα όλες τις τάξεις, απευθύνοντας τη διδασκαλία του χωριστά σε κάθε τάξη, απασχολώντας παράλληλα, αποτελεσματικά, τις υπόλοιπες. Η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται σε αυτά τα σχολεία συχνά αμφισβητείται, γιατί θεωρείται ότι δεν προσφέρει ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε σύγκριση με τα συμβατικά σχολεία. Ωστόσο, το μικρό μέγεθος της σχολικής κοινότητας δημιουργεί πρόσφορο έδαφος καλών σχέσεων μεταξύ των μαθητών διαφορετικής ηλικίας, καθιστώντας έτσι ευκολότερη την προσαρμογή τους σε ένα μη ομοιογενές κοινωνικό περιβάλλον (Τσολακίδης, 2007). Στην ορεινή περιοχή του Ζαγορίου τα σχολεία που λειτούργησαν στο παρελθόν είχαν την παραπάνω οργανωτική δομή και καλούνταν αλληλοδιδακτικά. Σημειώνεται ότι λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο λόγω έλλειψης διδακτικού προσωπικού και μεγάλου αριθμού μαθητών, κατάσταση η οποία είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη με αυτή που προέκυψε λόγω της εγκατάλειψης των τελευταίων 60 χρόνων. Στο παρόν, η διοικητική μεταρρύθμιση που αφορά στις συγχωνεύσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δημιουργεί ένα νέο εκπαιδευτικό χάρτη στη χώρα, αφανίζοντας έναν μεγάλο αριθμό σχολικών μονάδων (Κάτσικας, 2012).

Το σχολείο σε μια ορεινή περιοχή παίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια και κοινωνική ζωή, ενεργώντας ως μοχλός κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξης. Ο αναπτυξιακός του ρόλος διευρύνεται όταν η έννοια της ανάπτυξης ορισθεί πέρα από στενά οικονομικά όρια και η μετάδοση της γνώσης εμπλουτιστεί με κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις όπως η μετάδοση πολιτισμού, η καλλιέργεια της επικοινωνίας, η δημιουργικότητα και η προσαρμοστικότητα. Περαιτέρω συμβάλλει στην αναβάθμιση της ποιότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου[1], το οποίο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα της τοπικής οικονομίας (Σταμάτης, 1987). Υπό την έννοια αυτή το σχολείο αποτελεί ένα θεσμό-ελπίδα για τις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροπρόθεσμα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη της λειτουργίας του αλλά και την αποτροπή της περαιτέρω ερήμωσης των οικισμών. Η χωροθέτηση των σχολικών μονάδων και το κόστος λειτουργίας τους δεν πρέπει να γίνονται με μοντέλα τα οποία έχουν ως κριτήρια βελτιστοποίησης τις αποστάσεις των σχολείων, το μαθητικό πληθυσμό, το κόστος διδασκαλίας κλπ αλλά με βάση το κοινωνικό όφελος (Meusburger, 2005). Αναγνωρίζοντας τη σημαντικότητα των παραπάνω στοιχείων ένα από τα ερωτήματα της παρούσας έρευνας αφορά στην προσβασιμότητα στην εκπαίδευση και στο πώς αυτή επηρεάζει τις μελλοντικές αποφάσεις των νέων μιας ορεινής περιοχής.

Εκτός από την προσβασιμότητα στην εκπαίδευση επιπλέον ερευνητικό πεδίο της εργασίας αποτελεί η καθημερινή ζωή και η κοινωνικοποίηση των νέων στις μικροκοινωνίες του ελληνικού ορεινού χώρου. Σύμφωνα με την Παπαθανασίου (2003 και 2004), παλαιότερες έρευνες κοινωνιολόγων και κοινωνικών ανθρωπολόγων επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην κοινωνία των ενηλίκων και χρησιμοποιούν ελάχιστα την νεανική ηλικία ως αναλυτική κατηγορία. Εντοπίζοντας αυτή την έλλειψη, η παρούσα έρευνα προσανατολίζεται στη μελέτη της καθημερινής ζωής των νέων του ηλικιακού φάσματος 12-18 ετών. Η ηλικία αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της εφηβείας του ανθρώπου, κατάσταση η οποία συνοδεύεται τόσο από νοητικές όσο και από συναισθηματικές αλλαγές. Όσον αφορά στις νοητικές αλλαγές, η σκέψη πλέον δε βασίζεται μόνο στην εμπειρία και στα πραγματικά δεδομένα αλλά επεκτείνεται σε συσχετίσεις και λογικές υποθέσεις. Οι έφηβοι πλημμυρίζουν από συναισθήματα έντονα και ευμετάβλητα. Δεν έχουν μια σταθερή ταυτότητα καθώς ο εαυτός τους αλλάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα με βάση τα ερεθίσματα που δέχονται, τις αμφισβητήσεις που προκύπτουν και τα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας που υιοθετούν. Είναι η ηλικία κατά την οποία οι νέοι δοκιμάζουν τις ιδέες τους, τις ικανότητές τους, αναζητούν μια θέση μέσα στην κοινωνία και έξω από το οικογενειακό  καταφύγιο. Στην ερώτηση «ποιός/ά είμαι;» η απάντηση αφορά, σύμφωνα με τον Erikson, οκτώ αναπτυξιακά στάδια, σε καθένα από τα οποία το κοινωνικό πλαίσιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο (Salkind, 2011). Στο σημείο αυτό σχηματοποιείται ένα επιπλέον ερευνητικό ερώτημα, στο πλαίσιο της εργασίας, δεδομένου ότι σε μια ορεινή περιοχή δημιουργούνται επιμέρους ιδιαίτερα κοινωνικά πλαίσια που απορρέουν από τα διαφορετικά πρότυπα ζωής εκεί, συγκριτικά με τα αντίστοιχα μιας αστικής περιοχής. Η διερεύνηση της διαφοροποίησης των βιωμάτων, του τρόπου σκέψης, των ονείρων και των προσδοκιών των εφήβων, υπό το πρίσμα της καθημερινότητας στην ορεινή περιοχή του Ζαγορίου, σκιαγραφούν επιπλέον θεματικές ενότητες της παρούσας εργασίας.

Η ικανότητα μιας ορεινής κοινωνίας να συγκρατεί τους νέους ανθρώπους της στον τόπο τους αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της υγιούς ανάπτυξής της. Η απόφαση ενός νέου ανθρώπου να αφήσει τον τόπο του δεν είναι μια απλή υπόθεση. Συνήθως, οι λόγοι οφείλονται σε οικονομικούς παράγοντες όπως η εύρεση εργασίας και οι σπουδές. Η νεοκλασσική οικονομική θεωρία υποδεικνύει πως οι άνθρωποι (homo economicus) επιλέγουν το μέρος που θα εγκατασταθούν με γνώμονα το μέγιστο οικονομικό τους όφελος (Σταμάτης, 1987) και αυτό είναι πιθανότερο να είναι ένα αστικό κέντρο παρά μια ορεινή περιοχή, τουλάχιστον όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Επιπλέον, παράγοντες όπως το φύλο και ο στενός κοινωνικός περίγυρος ωθούν, πολύ συχνά, τις γυναίκες της υπαίθρου στην μετακίνηση προς τα αστικά κέντρα, ως μορφή απόδρασης από τους επιβεβλημένους κοινωνικούς ρόλους που αναπαράγει ο παραδοσιακός τρόπος  ζωής  εκεί (Καλιαμπάκος κ.ά, 2009).

Η προσδοκία των γονιών να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους την ύπαιθρο λόγω έλλειψης εξωστρέφειας, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στα λόγια ενός χωρικού της Ρούμελης (Παπαθανασίου, 2003): «Διά τα παιδία, τα οποία ουδέποτε εγκατέλειψαν το χωρίον των και τα οποία ακούουν να γίνεται συζήτησις διά τον έξω κόσμον η αμφιταλάντευσις αύτη είναι ιδιαιτέρως αισθητή. Παρασύρονται πολλάκις εις τον σχηματισμόν μιας φανταστικής εικόνος και σχεδόν πάντοτε τρέφουν την επιθυμίαν να εκπατρισθούν. Τα όρη καλύπτουν τον ορίζοντα, ο κόσμος αρχίζει από την άλλην πλευράν των ορέων, τα οποία τους φαίνονται ως είδος παραπετάσματος απομονωτικού, το οποίον πρέπει απαραιτήτως να διασχίσουν». Συνεπώς, ο σχεδιασμός επανακατοίκησης των ορεινών περιοχών οφείλει να βασιστεί σε μια κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική, που θα μειώσει τα στοιχεία που δημιουργούν αισθήματα έλλειψης και δυσαρέσκειας στους νέους ανθρώπους και θα αφουγκραστεί τις πραγματικές ανάγκες και τις καθημερινές συνθήκες διαβίωσής τους στις περιοχές αυτές.

[1] Ο Bourdieu όρισε το κοινωνικό κεφάλαιο ως το σύνολο των εν ενεργεία ή των εν δυνάμει πόρων που συνδέονται με την κατοχή ενός δικτύου μονίμων σχέσεων αλληλογνωριμίας και αλληλοαναγνώρισης, οι οποίες είναι περισσότερο ή λιγότερο θεσμοθετημένες με δεσμούς μόνιμους και χρήσιμους (Koniordos, 2008). Σ’ αυτόν τον ορισμό ο Bourdieu δίνει έμφαση στην οικονομική φύση του κοινωνικού κεφαλαίου και στον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεταβίβαση πόρων και δύναμης στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων ή από μία κοινωνική ομάδα σε άλλη (DeFilippis, 2001). O Coleman ορίζει το κοινωνικό κεφάλαιο ως «το σύνολο πόρων που ενυπάρχουν στις οικογενειακές σχέσεις και στην κοινωνική οργάνωση μιας κοινότητας και είναι χρήσιμοι για τη νοητική ή κοινωνική ανάπτυξη ενός παιδιού ή ενός νεαρού ατόμου» και χρησιμοποιεί επίσης την έννοια του μορφωτικού κεφαλαίου, δηλαδή το σύνολο των δεξιοτήτων και των γνώσεων που κατέχει κάποιος (Koniordos, 2008).

Μεθοδολογία
Η παρούσα έρευνα αποτελεί μια προσπάθεια ποιοτικής προσέγγισης, η οποία συσχετίζεται με τη σχολή σκέψης του χώρου της ερμηνευτικής κοινωνιολογικής παράδοσης και πιο συγκεκριμένα της φαινομενολογίας δηλαδή της ενσυνείδητης αντίληψης των πραγμάτων (Sokolowski, 2003). Η διαδικασία παραγωγής δεδομένων[1] πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του μεθοδολογικού εργαλείου της ημιδομημένης συνέντευξης. Η δομή της συνέντευξης βασίστηκε σε ένα σκελετό ερωτήσεων, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στις έρευνες που αφορούσαν στη ζωή των νέων στις ορεινές περιοχές της Κόνιτσας, του Μετσόβου και των Τζουμέρκων (Παρδάλη 2012, Ζάχου 2011, Καρακώστα & Παπλιάκος 2010). Το σύνολο του πληθυσμού της υπό εξέταση ηλικιακής ομάδας  των 12-18 ετών αποτελείται από 16 εφήβους, οι οποίοι/ες είναι μόνιμοι κάτοικοι διαφόρων χωριών του Δήμου Ζαγορίου. Δεδομένου του μικρού αριθμού, σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, κρίθηκε ότι η χρήση ημιδομημένης συνέντευξης σε σχέση με τη χρήση ερωτηματολογίου θα επέτρεπε καλύτερα τη σε βάθος κατανόηση των κοινωνικών συμπεριφορών, των στάσεων και των αντιλήψεων των ερωτώμενων. Η προσέγγιση των εφήβων έγινε μετά το σχολικό ωράριο στο Γυμνάσιο Μεταμόρφωσης, στο Γυμνάσιο Μηλιωτάδων, στο Λύκειο Ελεούσας και στο Λύκειο Χρυσοβίτσας. Η οργάνωση των ποιοτικών δεδομένων έγινε με τη χρήση της τεχνικής της κατηγορικής (categorical) ταξινόμησης σε θεματικές ενότητες (κωδικοποίηση). Η συγκεκριμένη τεχνική επιλέχθηκε δεδομένου ότι οι κατηγορίες λειτουργούν συνήθως όπως οι τίτλοι στα κεφάλαια ενός βιβλίου, αποτελώντας ένα χρήσιμο τρόπο «ξενάγησης» του αναγνώστη στο περιεχόμενο του κειμένου. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ερμηνευτική ανάγνωση των δεδομένων σε μια προσπάθεια δόμησης των αντιλήψεων των υποκειμένων των συνεντεύξεων. Τέλος, έγινε συγκριτική αξιολόγηση των συμπερασμάτων της παρούσας έρευνας με τα αποτελέσματα των τριών αντίστοιχων προηγούμενων ερευνών.

[1] Οικειοποείται η φράση «παραγωγή δεδομένων» και όχι «συλλογή δεδομένων» επειδή οι περισσότερες ποιοτικές προσεγγίσεις της έρευνας θα απέρριπταν την ιδέα ότι ο ερευνητής μπορεί να είναι ένας απολύτως ουδέτερος συλλέκτης πληροφοριών του κοινωνικού κόσμου. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Mason J. (2003). επιμ. Κυριαζή Ν. Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα

Τα αποτελέσματα της έρευνας, ανά θεματική ενότητα
3. 1 Προσβασιμότητα στην εκπαίδευση
Οι έφηβοι που συμμετείχαν στην έρευνα μένουν μόνιμα στα εξής Ζαγοροχώρια: Μονοδένδρι, Τσεπέλοβο, Ελάτη, Πέτρα, Τρίστενο, Φλαμπουράρι, Δόλιανη, Καβαλάρι και Μηλιωτάδες. Πρώτο στοιχείο μελέτης αποτέλεσε η προσβασιμότητά τους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, από την ερώτηση που αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο πηγαίνουν στο σχολείο προέκυψε ότι επικρατέστερο μέσο μετακίνησης είναι το λεωφορείο, κατόπιν ένας συνδυασμός λεωφορείου και ταξί και λιγότερο η χρήση του αυτοκινήτου της οικογένειας. Μόνο ένας μαθητής που κατοικεί στους Μηλιωτάδες πηγαίνει σχολείο με τα πόδια, εφόσον υπάρχει Γυμνάσιο εκεί. Επίσης, ο ελάχιστος χρόνος πρόσβασης στο σχολείο είναι 30 λεπτά και ο μέγιστος 1 ώρα, χρόνοι οι οποίοι αυξάνονται κατά τους χειμερινούς μήνες. Το πρωινό ξύπνημα, το κρύο, η αναμονή πριν την μετακίνηση και το ταξίδι προς το σχολείο καθιστούν την εκπαίδευση καθημερινά μια δύσκολη υπόθεση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Ήταν δύσκολο μέχρι να συνηθίσουμε το πρωινό ξύπνημα για να φτάσουμε στο σχολείο».

Το γεγονός ότι δεν λειτουργούν πλέον σχολεία σε κοντινές αποστάσεις συμβάλλει στην περαιτέρω ερήμωση των οικισμών. Μια μαθήτρια αναφέρει: «Όταν τα σχολεία κλείνουν τα χωριά ερημώνουν γιατί οι γονείς δε θέλουν να ταλαιπωρούνται τα παιδιά τους τόσες ώρες μέχρι να φτάσουν στο σχολείο και έτσι φεύγουν για τα Γιάννενα».

Το γεγονός ότι οι ερωτώμενοι μένουν σε διαφορετικά χωριά τους στερεί επίσης τη δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους μετά το πέρας του σχολικού ωραρίου: «Θα ήθελα να υπήρχαν περισσότερα παιδιά στο σχολείο και να υπήρχε περισσότερη επικοινωνία». Αυτό  γίνεται τόσο επιτακτική ανάγκη που φτάνει σε σημείο αντίφασης: «Του χρόνου το σχολείο θα κλείσει αλλά δε μας ενοχλεί γιατί θα συναντήσουμε τους φίλους μας από πέρυσι και θα πάμε σε σχολείο με περισσότερα παιδιά».

Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, οι οικογένειες μετακομίζουν προς τα Γιάννενα γιατί επικρατεί το στερεότυπο ότι με λίγα παιδιά το σχολείο δε λειτουργεί σωστά. Ωστόσο, μια μαθήτρια που πήγαινε σχολείο στο Τσεπέλοβο, το οποίο πέρυσι σταμάτησε να λειτουργεί, δηλώνει ότι: «Εκεί ήμουν μόνη μέσα στην τάξη, διάβαζα πιο πολύ, εδώ ξέρω ότι όλο και κάποιος άλλος θα απαντήσει. Οι καθηγητές ήταν πάνω από το κεφάλι μου, ήταν σαν ιδιαίτερο και αυτό ήταν το καλό, το κακό ήταν ότι δεν είχα ανταγωνισμό».

Επομένως, αποτελεί μείζον θέμα κάθε νέα σχολική χρονιά το να μη κλείσει ακόμα ένα σχολείο, δεδομένου ότι η κοινωνικοποίηση μέσω του σχολικού περιβάλλοντος ισορροπεί την έλλειψη κόσμου στα χωριά για τους νέους, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται αισιόδοξοι: «Αν γυρίσει ο κόσμος θα αρχίσει η ανάπτυξη, θα ανοίξουν και πάλι τα σχολεία».

3.2 Εκπαιδευτικές εκδρομές και περίπατοι
Η παρούσα ενότητα αφορά στις επιλογές των εκπαιδευτικών εκδρομών. Οι μαθητές στο Γυμνάσιο Μηλιωτάδων ανέφεραν ότι στο πλαίσιο περιβαλλοντικού προγράμματος πραγματοποιούνται οργανωμένες επισκέψεις σε γεφύρια και νερόμυλους του Ζαγορίου. Αναφέρθηκε, επίσης, ότι σε όλα τα σχολεία οι προορισμοί που επιλέγονται για εκδρομές με λεωφορείο είναι το Μέτσοβο, τα Γιάννενα και η Καστοριά, κωμοπόλεις οι οποίες βρίσκονται εγγύτερα. Η επόμενη ερώτηση αυτής της θεματικής ενότητας ήταν για το αν πηγαίνουν βόλτες οικειοθελώς με τους φίλους τους για να απολαύσουν τη φύση. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές επαφής με τη φύση  είτε σε ατομικό επίπεδο: «Μου αρέσει να κάθομαι στη σκιά των δέντρων και να απολαμβάνω τη θέα», «Μου αρέσει ο καθαρός αέρας και το κελάηδημα των πουλιών» και «Δεν έχει άλλα παιδιά στην Ελάτη, οπότε πηγαίνω βόλτα με το σκύλο μου το γύρο του χωριού» είτε σε συλλογικό: «Δεν μας αρέσει να περπατάμε στην άσφαλτο, πάμε μέσα από το δάσος» και «Πηγαίνουμε με το ποδήλατο στα κοντινά χωριά».

Το δέσιμο των εφήβων με το φυσικό περιβάλλον αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα που θα καθορίσει αργότερα το συνολικότερο δέσιμο που φέρουν με τον τόπο τους. Επιπλέον, αναδεικνύεται ο σεβασμός απέναντι στις εγγενείς αξίες της φύσης όπως φαίνεται από τη φράση: «Αν δεν πειράξεις κάτι, δε θα σε πειράξει. Δεν μπορείς να περιορίσεις τη φύση». Η απλή αυτή διαπίστωση αντανακλά μια ισορροπημένη σχέση με τη φύση. Για να αποκωδικοποιήσει κανείς τη σημασία της θα πρέπει να την αντιπαραβάλλει με τις δεκάδες φοβίες που «ποτίζουν» τη συμπεριφορά των παιδιών της πόλης για τους κινδύνους που η επαφή με τη φύση εμπεριέχει (τα φίδια, τα έντομα, τα χτυπήματα κλπ) που σιγά σιγά σηκώνουν ανυπέρβλητους τοίχους, στερώντας μια αυθεντική και πλούσια απόλαυση από το σύγχρονο άνθρωπο, τη χαρά της επαφής με τη φύση. Φαίνεται ότι η επαφή με τη φύση διαμορφώνει μια νοοτροπία σεβασμού της, στοιχείο που ενσωματώνεται στη συνολική συγκρότηση των παιδιών.

Επιπλέον, αξιοσημείωτη είναι η επαφή των παιδιών με τα άγρια ζώα και το πώς διαμορφώνεται μια αντίληψη φιλικότητας προς αυτά: «Οι αρκούδες έχουν γίνει πολύ φιλικές! Έρχονται δίπλα στο σπίτι, μπαίνουν μέσα στα χωράφια» αλλά και φόβου την ίδια στιγμή: «Καμιά φορά το καλοκαίρι τα βράδια για να γυρίσουμε από την πλατεία στο σπίτι σκεφτόμαστε μήπως συναντήσουμε την αρκούδα και φοβόμαστε λίγο».

Αναπόφευκτα από την επαφή τους αυτή αναλογίζονται τις διαφορές στον τρόπο προσέγγισης των ζώων από τα παιδιά που μεγαλώνουν στην πόλη, δεδομένου ότι παίρνουν κάποια ερεθίσματα αντίδρασης από τους επισκέπτες στην περιοχή. Χαρακτηριστικά αναφέρουν: «Τα παιδιά της πόλης θα ήθελαν να το ζήσουν αυτό αλλά φοβούνται ακόμα και τα πρόβατα» και «Ακόμα και όταν μετακινούνται τα γελάδια οι τουρίστες κολλούν τη μούρη τους στα τζάμια του αυτοκινήτου, κοιτούν και τραβούν φωτογραφίες».

Όλες οι απαντήσεις επιβεβαιώνουν ότι το φυσικό περιβάλλον (χλωρίδα, πανίδα) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ερωτώμενων δομώντας ένα βασικό προτέρημα της ζωής στις ορεινές περιοχές.

3. 3 Ελεύθερος χρόνος
Στη συζήτηση που ακολούθησε την ερώτηση σχετικά με το πώς αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους επισημάνθηκε, καταρχήν, μια εκτίμηση του χρόνου αυτού σύμφωνα με την καθημερινότητα τους: «Στην πόλη ο ελεύθερος χρόνος είναι περιορισμένος γιατί ξοδεύεται σε φροντιστήρια και τέτοιες δραστηριότητες. Η γνώση σχετίζεται με το διάβασμα και όταν έχεις χρόνο για διάβασμα δε χρειάζονται τόσες μετακινήσεις για φροντιστήρια» αλλά και οι ελλείψεις για την καλύτερη αξιοποίησή του: «Υπάρχει ελεύθερος χρόνος αλλά όχι ποικιλία δραστηριοτήτων».

Προέκυψε ότι πέρα από το χρόνο διαβάσματος ακολουθεί, πρωταρχικά, η ενασχόληση με το διαδίκτυο, το κινητό και την τηλεόραση. Στη συνέχεια, η ενασχόληση με αθλητικές δραστηριότητες όπως το ποδόσφαιρο και η γυμναστική και με καλλιτεχνικές δραστηριότητες όπως η ζωγραφική και οι χειροτεχνίες.  Ωστόσο, υπάρχουν και νέοι που συμβάλλουν στο μεγάλωμα των μικρών αδερφών αλλά και στη δουλειά των γονέων.

Σημαντική πληροφορία είναι ότι κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου τα παραπάνω αλλάζουν, δεδομένου ότι έρχονται οι οικογένειες που διαμένουν τις καθημερινές στα Γιάννενα, οπότε η διάθεση για κοινωνικοποίηση αυξάνει το χρόνο που διαθέτουν για βόλτες και για διασκέδαση. Επομένως, η εξωστρέφεια των εφήβων τις καθημερινές πραγματοποιείται με τη χρήση μηνυμάτων μέσω του κινητού και του διαδικτύου (facebook και skype) και το Σαββατοκύριακο με τη φυσική παρουσία άλλων ανθρώπων. Η διαφοροποίηση αυτή κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που ερμηνεύει τους διαφορετικούς ρυθμούς που καλούνται να ζήσουν, δηλαδή της μειωμένης κοινωνικοποίησης μετά το σχολείο τις καθημερινές και της αυξημένης κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, που οι μετακινήσεις λόγω της κακοκαιρίας γίνονται δυσκολότερες, επικρατούν μεγαλύτερα διαστήματα απομόνωσης.

3.4 Καθημερινή ζωή – Θετικά στοιχεία
Η καθημερινή ζωή των ερωτώμενων στο Ζαγόρι αρχικά μοιάζει με ένα παζλ αντικρουόμενων χαρακτηριστικών, εφόσον εντοπίζονται ερωτώμενοι με τόσο διαφορετικές απόψεις όπως οι παρακάτω: «Είσαι κοντά στη φύση, δεν έχεις το άγχος της πόλης, οι ρυθμοί είναι χαλαροί, δεν έχω να ζηλέψω κάτι από την πόλη» και  «Η έλλειψη κόσμου σε κλείνει στο σπίτι».

Στη συνέχεια, άλλοι επισημαίνουν μια αρμονική συνύπαρξη με το περιβάλλον τους μέσα από τις καθημερινές εικόνες και εμπειρίες τους: «Μου αρέσει πολύ να φυτεύω, να βάζω τα λουλούδια στο χώμα» και «Μπορώ να κάθομαι για ώρα και να κοιτάω ένα χιονισμένο βουνό και να το ζωγραφίζω, μου αρέσει πάρα πολύ».

Επίσης, πολλοί εκφράζουν μια θετική άποψη για την ποιότητα της ζωής τους, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται: «Στα Γιάννενα που έμενα δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί είχε φασαρία από τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια που περνούσαν. Τώρα έχω βρει την ησυχία μου…είμαι πιο καλά» και «Ξυπνάς το πρωί και ακούς τα πουλιά να κελαηδούν, βγαίνεις έξω και ηρεμείς, δεν υπάρχει θόρυβος και βαβούρα που σου δημιουργούν νεύρα».

Τέλος κάποιοι εντοπίζουν την ιδιαιτερότητα του  τόπου διαμονής τους και δηλώνουν την εκτίμησή τους προς αυτόν: «Έρχονται άνθρωποι κάνοντας πολλά χιλιόμετρα για να επισκεφθούν το Ζαγόρι και ’μεις μένουμε εκεί!».

Στη συνέχεια, για να υπάρξει ένα μέτρο σύγκρισης, οι μαθητές ρωτήθηκαν αν είχαν την εμπειρία της ζωής σε μια μεγάλη πόλη. Οι περισσότεροι έχουν ταξιδέψει σε μεγάλες πόλεις και έχουν σχηματίσει μια άποψη σχετικά με την καθημερινότητα εκεί. Κάποιοι μάλιστα έχουν περάσει μέρος της ζωής τους στα Γιάννενα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε πόλεις της Αλβανίας. Η, σε γενικές γραμμές, θετική άποψη για το επίπεδο της ζωής τους, η εκτίμηση της ιδιαιτερότητας του τόπου τους και η επαφή τους με τη φύση αποτελούν αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα των νέων που ζουν στις ορεινές περιοχές, στοιχεία που αυτοί αναγνωρίζουν- και αυτό είναι ιδιαίτερα θετικό.

3.5 Καθημερινή ζωή – Αρνητικά στοιχεία – Ελλείψεις
Στην  ερώτηση που αφορά στον εντοπισμό των ελλείψεων και των αρνητικών στοιχείων της καθημερινής ζωής στο Ζαγόρι ένας μαθητής έχοντας επίγνωση των αντικειμενικών δυσκολιών διαβίωσης επισήμανε: «Για να έρθει να μείνει κάποιος στο χωριό πρέπει να είναι διατεθειμένος να κάνει αλλαγή στο τρόπο ζωής του».

Η εικόνα που παρουσιάζουν οι απαντήσεις των ερωτώμενων σφραγίζεται από την αίσθηση της απομόνωσης: «Δεν έχει πολλά παιδιά οπότε δεν μπορείς να κάνεις παρέα», της μειωμένης κοινωνικοποίησης: «Λείπουν νέοι άνθρωποι από τα χωριά, όπου και να πας στο χωριό όλο παππούδες και γιαγιάδες έχει, που όλο σε ματιάζουν» και των περιορισμένων δυνατοτήτων εργασίας για τους μεγαλύτερους σε ηλικία: «Το μόνο αρνητικό στοιχείο είναι η μειωμένη προσφορά εργασίας με αποτέλεσμα οι νέοι να φεύγουν και μετά από χρόνια να ξεχνούν τα χωριά επειδή συνηθίζουν στην πόλη».

Ωστόσο, μια μαθήτρια εκφράζει μια ιδιαίτερη οπτική ως προς το ζήτημα της επανακατοίκησης των οικισμών, που διέπεται από τη συνειδητή αντίληψη του μέτρου: «Θέλω να έρθουν περισσότεροι άνθρωποι εδώ και να κάνουν καινούρια σπίτια, αλλά όχι τόσοι πολλοί για να μην κόψουν τα δέντρα και γίνει το χωριό πόλη».

Η άποψη για τη μειωμένη προσφορά εργασίας σε συνδυασμό με τη μειωμένη κοινωνικοποίηση αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν τις μελλοντικές επιλογές των νέων, συνθέτοντας μια ευρύτερη ανησυχία, η οποία εντείνεται υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης.

Στη συνέχεια, αναφέρονται ελλείψεις σχετικά με τις κοινωνικές υποδομές και την ψυχαγωγία (θέατρο – κινηματογράφος – συναυλίες) αλλά μέσα από τη συζήτηση γίνονται και προτάσεις επί τούτου όπως: η διεξαγωγή μαθημάτων παραδοσιακών χορών από τους συλλόγους, η επαναφορά του θεσμού των περιφερόμενων θιάσων, οι εκδηλώσεις με διευρυμένες θεματικές περιοχές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη σχετικά με τον τρόπο διασκέδασης που αφορά στις καφετέριες, μορφή διασκέδασης η οποία καθορίζει στις μέρες μας, σε μεγάλο βαθμό, τη νεανική κουλτούρα: «Δε θα ήθελα πολλές καφετέριες ή πολλά κέντρα διασκέδασης γιατί έτσι χάνεται η έννοια του χωριού. Στα χωριά η διασκέδαση είναι τα πανηγύρια και όχι τα κλαμπ».

Εξαιρετική  σημασία έχει η άποψη ενός μαθητή, ο οποίος μεγάλωσε στην Αθήνα και πρόσφατα μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ζαγόρι, σχετικά με τις ανάγκες που φέρει η ζωή στην πόλη και το πόσο πλασματικές είναι: «Όταν είσαι στην πόλη έχεις συνηθίσει όταν έρχεται το βράδυ να βγαίνεις έξω και να διασκεδάζεις. Έτσι όταν άλλοι νέοι έρχονται στο χωριό έχουν μια ανασφάλεια, μια άλλη συμπεριφορά, νιώθουν ότι περιορίζονται. Είναι θέμα συνήθειας».

3. 6 Μελλοντικά σχέδια και προσδοκίες
Στη συνέχεια ακολούθησε μια συζήτηση που αφορούσε στις μελλοντικές προσδοκίες και τα όνειρα των παιδιών. Τέθηκαν οι ερωτήσεις για το αν θα επιθυμούσαν να παραμείνουν στον τόπο τους, αν θα έφευγαν και γιατί, καθώς και το αν θα επέστρεφαν μόνιμα κάποτε. Καταρχήν, η επιθυμία σπουδών αποτελεί μια σταθερή κοινωνική αξία συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή της μέσης κοινωνικής συνείδησης και η επιλογή επαγγέλματος δείχνει να επηρεάζεται από τις καταβολές της καθημερινότητας των νέων. Επίσης, το οικιακό πεδίο συνιστά ένα πλαίσιο εντός του οποίου συχνά προσδιορίζονται αντιλήψεις για το φύλο και νοηματοδοτούνται οι ρόλοι κάθε ενός. Έτσι, τα κορίτσια που βοηθούν στην ανατροφή των μικρότερων αδερφών προσδοκούν να γίνουν η μία βρεοφονηπιοκόμος και η άλλη γιατρός. Μια άλλη μαθήτρια θα ήθελε να γίνει καθηγήτρια Αγγλικών και να επιστρέψει να ανοίξει φροντιστήριο στο χωριό της καλύπτοντας το κενό που υπάρχει στον τομέα αυτό και δύο μαθητές θέλουν να γίνουν γυμναστές.

Στο σημείο αυτό σημειώνεται μια σημαντική διαφοροποίηση που αφορά στην τουριστική ανάπτυξη του Κεντροδυτικού Ζαγορίου, παράγοντας ο οποίος καθορίζει την προσφορά εργασίας λόγω των οικογενειακών επιχειρήσεων, έναντι του Ανατολικού Ζαγορίου που οικονομικά στηρίζεται στον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Προκύπτει ότι, τα παιδιά που οι γονείς τους ασχολούνται με τον τουρισμό διακρίνονται από μια πρώιμη ωριμότητα, η οποία αφενός μεν σχετίζεται με τα βιώματά τους: «Θα κάνω σπουδές πάνω στον τουρισμό και θα αναλάβω το ξενοδοχείο της οικογένειάς μου»  και «Επειδή μου αρέσει να μαγειρεύω θέλω να ανοίξω εστιατόριο στο χωριό μου το Μονοδένδρι» και αφετέρου με τις συνθήκες που δημιουργεί η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων: «Αν η οικονομία χειροτερέψει θα γυρίσω στο χωριό και θα ασχοληθώ ή με τον τουρισμό ή με τα ζώα».

Οι νέοι εμφανίζονται προβληματισμένοι και δεν μπορούν να απαντήσουν με ευκολία και βεβαιότητα για τον αν θα επέστρεφαν. Χαρακτηριστικά ένας μαθητής αναφέρει: «Θα ήθελα να γυρίσω αλλά αν έχει περισσότερο κόσμο και τουρισμό».

Σε γενικές γραμμές υπάρχει μια διάθεση επιστροφής που σχετίζεται με τη θετική στάση που δήλωσαν νωρίτερα όσον αφορά τη ζωή τους στο Ζαγόρι. Μια μαθήτρια δηλώνει:«Το χωριό δεν εγκαταλείπεται έτσι απλά… εκεί ζήσαμε, εκεί μεγαλώσαμε…». Τέλος το γεγονός ότι το Ζαγόρι  γειτνιάζει με την πόλη των Ιωαννίνων κάνει κάποιους να σκέφτονται να σπουδάσουν εκεί: «Θα ήθελα να σπουδάσω στα Γιάννενα ώστε να είμαι κοντά στο χωριό».

Οι έφηβοι που κατάγονται από την Αλβανία εκφράζουν μια επιθυμία επιστροφής στη χώρα τους, είτε γιατί τους λείπουν οι συγγενείς τους είτε γιατί βλέπουν πιθανό το σενάριο να επιστρέψουν οικογενειακώς, τώρα που οι δουλειές έχουν μειωθεί αρκετά. Οι τόσο ευμετάβλητες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δημιουργούν ένα θολό τοπίο στις προσδοκίες των νέων, δεν «σκοτώνουν» όμως, μια θετική προδιάθεση επιστροφής στον τόπο τους.

Συμπεράσματα και συγκριτική αξιολόγηση με προηγούμενες έρευνες
Όπως συμβαίνει σε κάθε έρευνα που το ερευνητικό της πεδίο εντοπίζεται σε μια συγκεκριμένη χωρική ενότητα εμφανίζεται και εδώ το ερώτημα για το αν και σε ποιό βαθμό τα συμπεράσματα που προκύπτουν μπορούν να γενικευτούν. Επειδή τα βιώματα των νέων στον ορεινό ελλαδικό χώρο ελάχιστα έχουν ερευνηθεί, αυτό που θα επιχειρηθεί στην παρούσα εργασία είναι η συγκριτική αξιολόγησή των συμπερασμάτων της με τα συμπεράσματα από τις τρεις προηγούμενες έρευνες στις ορεινές περιοχές της Κόνιτσας, του Μετσόβου και των Τζουμέρκων (Παρδάλη 2012, Ζάχου 2011, Καρακώστα & Παπλιάκου 2010) αλλά και με συμπεράσματα από τη διεθνή βιβλιογραφία.

Τα στοιχεία της παρούσας έρευνας αναδεικνύουν τη δυσκολία πρόσβασης στη γνώση, η οποία αναδεικνύεται και στα χωριά των Τζουμέρκων. Αντιθέτως, οι έφηβοι στο Μέτσοβο και στην Κόνιτσα έχουν εύκολη πρόσβαση στο σχολείο, απολαμβάνοντας τις ευκολίες των αστικών κέντρων. Ο χρόνος πρόσβασης στο σχολείο κυμαίνεται από 30 λεπτά έως 1 ώρα και είναι συγκρίσιμος με αυτούς που προέκυψαν σε έρευνα εντός ορεινών περιοχών της Ευρώπης, που διερευνούσε το βαθμό ανταπόκρισης της εκπαίδευσης στις προσδοκίες των νέων (PADIMA, 2012).

Τόσο στην παρούσα έρευνα όσο και στις προηγούμενες επιβεβαιώνεται η ουσιαστική επιρροή του φυσικού περιβάλλοντος στην ιδιοσυγκρασία των νέων, καθιστώντας προτέρημα το γεγονός της μόνιμης διαμονής σε μια ορεινή περιοχή. Επίσης, εκφράζεται συνολικά μια θετική άποψη για την ποιότητα ζωής στο χωριό συγκρίνοντας αναπόφευκτα τη ζωή στην πόλη, δίνοντας έμφαση στην ηρεμία και στην αρμονία. Η προσπάθεια χαρτογράφησης των θετικών στοιχείων της καθημερινότητας των νέων επιβεβαιώνει μια ειδυλλιακή απεικόνιση της ζωής στην εξοχή. Από την άλλη πλευρά, τα αρνητικά στοιχεία που εντοπίζουν στην καθημερινότητα τους σχετίζονται με την έλλειψη δραστηριοτήτων και ευκαιριών. Η περιγραφή της καθημερινότητας με τόσο αντικρουόμενα χαρακτηριστικά επιβεβαιώνεται από την έρευνα του Fredrik Rye (2006), καθιστώντας τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά  ως κυρίαρχα της καθημερινής ζωής στις ορεινές περιοχές.

Η γεωγραφική απομόνωση που δήλωσαν ότι βιώνουν οι νέοι του Ζαγορίου, αλλά και των Τζουμέρκων παλαιότερα, είναι εντονότερη από αυτή που δήλωσαν οι νέοι του Μετσόβου και της Κόνιτσας και μορφοποιεί την ταυτότητά τους. Το γεγονός αυτό αντανακλά τις διαφορετικές προσλαμβάνουσες που έχουν οι νέοι της Κόνιτσας και του Μετσόβου, οι οποίοι εντοπίζουν ως το πιο αρνητικό στοιχείο της περιοχής τους τις περιορισμένες επιλογές διασκέδασης. Τα καταναλωτικά πρότυπα των αστικών κέντρων έρχονται να μπολιάσουν τις νεανικές επιθυμίες αποδεικνύοντας ότι το σύγχρονο lifestyle δε γνωρίζει περιορισμούς, δε σταματά την επίδρασή του στην άγονη γραμμή των ορεινών περιοχών. Επιπλέον οι νέοι της περιοχής του Ζαγορίου χρησιμοποιούν αρκετά το διαδίκτυο και το κινητό για να επικοινωνήσουν επιβεβαιώνοντας ότι η χρήση του διαδικτύου αποκτά άλλη διάσταση στις απομονωμένες περιοχές, δεδομένου ότι αποτελεί μια επαφή με τον έξω κόσμο.

Η δυνατότητα εύρεσης εργασίας καθορίζει, όπως και στις προηγούμενες έρευνες, τη μόνιμη κατοικία των νέων ανθρώπων αλλά και τη διατήρηση του πληθυσμού των ορεινών περιοχών γενικότερα. Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε συνδυασμό με τις μειωμένες εργασιακές ευκαιρίες αποτελούν τα στοιχεία που ωθούν τους νέους του Ζαγορίου να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, γεγονός που συνάδει με άλλες έρευνες σε κοινωνίες με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά των ορεινών περιοχών (Bjarnason and Thorlindsson, 2006). Η έρευνα του Garasky (2002) καταδεικνύει τους διαφορετικούς μηχανισμούς κινητοποίησης μεταξύ των νέων της υπαίθρου και αυτών των πόλεων. Οι πρώτοι, αν δεν ικανοποιηθούν από τον τρόπο ζωής τους θα εγκαταλείψουν τον τόπο τους σε μικρή ηλικία, σε σχέση με τους δεύτερους, οι οποίοι πιθανότατα απλά θα αλλάξουν περιοχή εντός της πόλης διαμονής τους. Ειδικότερα, η έλλειψη σταθερού σημείου αναφοράς, ιδιαίτερα για τους νέους που κατάγονται από την Αλβανία, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα και προσδίδει μια ασάφεια στα όνειρα και τις προσδοκίες τους στο παρόν.

Προτάσεις
Η απουσία πολιτικής (εκπαιδευτικής και κοινωνικής) που να αφορά αμιγώς στις ορεινές περιοχές αποτελεί βασικό παράγοντα διαμόρφωσης μιας προβληματικής κατάστασης στις περιοχές αυτές, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι χώρα ορεινή. Η απουσία αγροτικής ανάπτυξης, η έλλειψη σχεδιασμού με βάση τις πραγματικές ανάγκες και συνθήκες των περιοχών αυτών καθώς και η μη άσκηση μιας ουσιαστικής πολιτικής που αφορά στην επανακατοίκησή τους παγιδεύουν την εξέλιξη των ορεινών κοινωνιών, αποτελώντας ισχυρούς ανασχετικούς παράγοντες. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα, στόχος είναι να αξιοποιηθούν για την τεκμηρίωση προτάσεων, ικανών να συμβάλουν στη συγκράτηση των νέων στον τόπο τους. Η προσβασιμότητα στην εκπαίδευση, οι περιορισμένες εργασιακές ευκαιρίες και η έλλειψη κοινωνικών υποδομών αποτελούν τους κύριους άξονες σχεδιασμού μιας νέας εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής. Ως εκ τούτου προτείνονται τα εξής:

-Τα ολιγοθέσια σχολεία με τη συμβολή των νέων Τεχνολογιών της Πληροφορικής και της Επικοινωνίας να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των απομακρυσμένων ορεινών περιοχών.

-Η θεσμοθέτηση ενός προγράμματος σπουδών προσαρμοσμένου στις ανάγκες ενός εναλλακτικού εκπαιδευτικού προτύπου, με μεθόδους που προωθούν τη δημιουργική και συλλογική μάθηση.

-Η σύνδεση ανάπτυξης δεξιοτήτων μετά το σχολείο με την τοπική οικονομία. Ενδεικτικά αναφέρονται, στην κατεύθυνση αυτή, η λειτουργία σχολής οικοτουριστικών οδηγών και οδηγών υπαίθριων δραστηριοτήτων για την περιοχή, η λειτουργία σχολής μαγειρικής με έμφαση στην τοπική γαστρονομία, η λειτουργία θερινών σχολείων (με θεματικές περιοχές την γεωλογία, την παλαιοντολογία, τη βιολογία, την κοινωνιολογία), η λειτουργία σχολών μαστόρων και τεχνιτών, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, αγροτουριστικής εκπαίδευσης, εξ αποστάσεως φοίτησης σε πανεπιστήμια και εκπαίδευσης δασκάλων για ολιγοθέσια σχολεία.

Οι έρευνες που αφορούν στην τουριστική ανάπτυξη που βασίζεται σε οικογενειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο της Ν. Ευρώπης, δείχνουν ότι δίνονται ευκαιρίες απασχόλησης και ιδιαίτερα στις γυναίκες, ενδυναμώνοντας τον κοινωνικό τους ρόλο και συμβάλλοντας στην παραμονή τους στον τόπο τους (Costa,  2005). Εντός αυτού του αναπτυξιακού πλαισίου, το οποίο προσομοιάζει με αυτό της περιοχής του Ζαγορίου, και με την παράλληλη αύξηση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που σηματοδοτούν το τοπικό, το παραδοσιακό και το αυθεντικό, οι επιχειρηματικές δράσεις που συνδέουν τους τρεις παραγωγικούς τομείς αποτελούν ισχυρό κίνητρο παραμονής των νέων στην περιοχή. Τέλος η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και συγκεκριμένα του διαδικτύου σηματοδοτεί το άνοιγμα των θυρών σε δυνατότητες κοινωνικής αλληλεπίδρασης, προβολής και νέας επιχειρηματικότητας (Malecki, 2003). Η τάση επιστροφής στην ύπαιθρο που αρχίζει να διαφαίνεται, θα πλαισιώσει το κοινωνικό κεφάλαιο με περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους καθιστώντας αναγκαιότερη τη διεύρυνση πρόσβασης σε τέτοιες τεχνολογίες, βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητας ζωής των νέων στην περιοχή.

Βιβλιογραφία
Ελληνική:
Ζάχου Π. (2011). Η νέα γενιά του Δήμου Μετσόβου. Πρακτικά διημερίδας: Η συμβολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη του Μετσόβου, ΜΕΚΔΕ.

Καλιαμπάκος Δ. Γιαννακοπούλου Σ. Κατσουλάκος Ν. (2009). Περιβάλλον και Κοινωνία των Ορεινών περιοχών: Εισαγωγή. Διδακτικές σημειώσεις στο ΔΠΜΣ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών». Ε.Μ.Π.

Καρακώστα Η. Παπλιάκος Γ. (2010). Νέα γενιά και Τζουμέρκα. Πρακτικά ημερίδας: Η συμβολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη των Τζουμέρκων, ΜΕΚΔΕ.

Κάτσικας Χ. (2012). Κρατικός Προύπολογισμός για την Εκπαίδευση 2012. Νέος εκπαιδευτικός χάρτης της χώρας, με συγχωνεύσεις σχολείων, ΑΕΙ, ΤΕΙ. Ξεγυμνώνουν την παιδεία και τους εκπαιδευτικούς. Εκπαιδευτικό Ενημερωτικό Δίκτυο:Alfa Vita.

Mason J. (2003). επιμ. Κυριαζή Ν. Η διεξαγωγή της ποιοτικής έρευνας. Αθήνα, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα.

Μπασιούκα Α. (2011). Η δημογραφική ταυτότητα των ορεινών περιοχών της Ελλάδας. Μεταπτυχιακή εργασία: Δ.Π.Μ.Σ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών». Ε.Μ.Π.

Παπαθανασίου Μ. (2003). Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.

Παπλιάκος Γ. (2011). Ολοκληρωμένη προσέγγιση για την ανάδειξη και αναδιάρθρωση του ορεινού χώρου. Μελέτη περίπτωσης: ο ορεινός χώρος του Ζαγορίου. Μεταπτυχιακή εργασία: Δ.Π.Μ.Σ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών». Ε.Μ.Π.

Παρδάλη Σ. (2010). Όνειρα και προσδοκίες της νέας γενιάς του Δήμου Κόνιτσας. Πρακτικά ημερίδας: Η συμβολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη του Δήμου Κόνιτσας, ΜΕΚΔΕ.

Salkind Neil J. (2011). μτφ. Μαρκουλής Δ. Εισαγωγή στις θεωρίες της ανθρώπινης ανάπτυξης. Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη.

Sokolowski R. (2003). μτφ. Κόντος Π. Εισαγωγή στη φαινομενολογία. Πάτρα, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών.

Σταμάτης Γ. (1987). Μερικά χαρακτηριστικά της νεοκλασικής θεωρίας. Περιοδικό Θέσεις. Τεύχος 18. Αθήνα, Εκδόσεις Νήσος.

Τσολακίδης Κ. (2007). Το αγροτικό και ολιγοθέσιο σχολείο ως θεσμός και ως μονάδα εκπαίδευσης, πολιτισμού και ανάπτυξης στις απομακρυσμένες περιοχές. Νέες τεχνολογίες και επιστήμες της αγωγής. Αθήνα, Εκδ. Μεταίχμιο.

Ξένη:
Bjarnason T. Thorlindsson T. (2006). Should I stay or should I go? Migration     expectations among youth in Icelandic fishing and farming communities. Journal of Rural Studies. Vol 22.

Costa, J. A. (2005). Empowerment and Exploitation: Gendered Production and Consumption in Rural Greece. Consumption, Markets and Culture. Vol 8(3).

Defilippis, J. (2001). The Myth of Social Capital in Community Development. Housing Policy Debate. Vol 11 (4).

Fredrik Rye J. (2006). Rural youths’ images of the rural. Journal of Rural Studies. Vol 22.

Garasky S. (2002). Where are they going? A comparison of urban and rural youths’ locational choices after leaving the parental home. Social Science Research. Vol 31.

Koniordos, M. S. (2008). Social capital contested. International Review of Sociology. Vol 18 (2).

Malecki E. J. (2003). Digital development in rural areas: potentials and pitfalls. Journal of Rural Studies. Vol 19.

Meusburger M. P. (2005). The future of elementary schools in Alpine Regions. Revue de géographie alpine – Journal of Alpine Research. Vol 93.  N°2.

Papathanassiou M. (2004). Aspects of childhood in rural Greece: Children in a mountain village (ca. 1900–1940). The History of the Family. Vol 9.


ΠΗΓΗ: Το Ζαγόρι ~ Η μαγεία τού Ζαγορίου