Ήταν μιά σκύλα πεθερά, μώρ’ Καπεσοβίτισσα




ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΚΙΖΕΛΗ
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΣΚΥΛΑ ΠΕΘΕΡΑ
Λαογραφική άνάλυσις ενός δημοτικού τραγουδιού

Ήταν μιά σκύλα πεθερά, μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
και ή Εύα ή άντραδέλίρη, Κώσταινα καμαρωμένη.
Έπήραν και μαγείρεψαν, μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
τριών φιδιών κεφάλια, Κώσταινα καμαρωμένη·
τής τριτοχιάς και τής οχιάς, μώρ' Καπεσοβίτισσα,
λέει, μώρ’ και τής μονομηρίδας, Κώσταινα καμαρωμένη.
«Φάγε νύφη, φάγε νύφη», μώρ’ Καπεσοβίτισσα
λέει, «φάγε τό μέλι γάλα», Κώσταινα καμαρωμένη.
'Απλώνει ή νύφη μιά χαψιά, μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
λέει, άπλώνει και τήν άλλη, Κώσταινα καμαρωμένη.
Λιγοθυμιά τήν έπιασε, μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
λέει, λιγοθυμιά τήν πιάνει, Κώσταινα καμαρωμένη.
«Νερό γλυκέ μου πεθερέ», μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
λέει «νερό νά ξεψυχήσω», Κώσταινα καμαρωμένη.
«Νερό δεν έχει ό μαστραπας η μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
λέει, «δεν έχει και ή βαρέλα». Κώσταινα καμαρωμένη.
«Νερό γλυκιά μου πεθερά», μώρ* Καπεσοβίτισσα,
λέει, «νερό νά ξεψυχήσω», Κώσταινα καμαρωμένη.
«Νερό δεν έχει ό μαστραπάς», μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
λέει, «δεν έχει και ή βαρέλα», Κώσταινα καμαρωμένη.
«Νερό γλυκέ μου Στέφανε», μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
λέει, «νερό νά ξεψυχήσω», Κώσταινα καμαρωμένη.
Χρυσό ληγένι έπιασε, μώρ’ Καπεσοβίτισσα,
λέει, στή βρύση και πηγαίνει, Κώσταινα καμαρωμένη
'Οοο νά πάη και ναρθή, μώρ’ Καπε'σοβίτισοα,
λέει, τήν βρήκ’ απεθαμένη, Κώσταινα καμαρωμένη.
Ταύς πήραν και τους θαψανε, μώρ’ Καπεσο6ίτισοα,
τούς δύο σ’ ένα κιβούρι, Κώσταινα καμαρωμένη.
Τώνα φυτρώνει νερατζιά, μώρ’ Καπεσοβίτισοα.
και τ ’ άλλο κυπαρίσσι, Κώσταινα καμαρωμένη.

Το τραγούδι "Ηταν μια Σκύλα Π ε θ ε ρ ά μου έδόθη τον Μάϊον τού 1969 από μίαν εΐκοσιοκταετή κυρίαν γεννηθείσαν εις Γριάσδενη τής Βορείου 'Ηπείρου. Αύτη μετανάστευσε προ έπταετίας εις τήν Βοστώνην τής ’Αμερικής. Την Βοστώνην έπεσκέφθην δίς μέ σκοπόν την μελέτην τής κοινότητος των εκεί εγκατεστημένων Βορειοηπειρωτών.

ΗΠΕΙΤΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ (σελ., 67-79) … ΕΔΩ

Επιμέλεια: Πόπη Ν